αξιοθρήνητος

αξιοθρήνητος
-η, -ο
1. ο άξιος θρήνου
2. ο αξιολύπητος, ο ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θρηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1689 στον Ηλία Μηνιάτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αξιοθρήνητος — η, ο άξιος για θρήνους, δυστυχής: Η κατάσταση των αιχμαλώτων που επέζησαν ήταν αξιοθρήνητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος …   Dictionary of Greek

  • φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αιακτός — αἰακτός, ή, όν (Α) [αἰάζω] 1. ο άξιος θρήνου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος 2. αυτός που θρηνεί, ο δυστυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] …   Dictionary of Greek

  • αξιοπενθής — ἀξιοπενθής ( οῡς), ές (Α) 1. ο άξιος πένθους 2. ο αξιοθρήνητος …   Dictionary of Greek

  • αξιόθρηνος — ἀξιόθρηνος, ον (Α) ο αξιοθρήνητος* …   Dictionary of Greek

  • βαθυστέναχτος — η, ο 1. ο αξιοθρήνητος, αυτός για τον οποίο αξίζει να στενάζει βαθειά κανείς 2. εκείνος που εκδηλώνεται με πολλούς στεναγμούς …   Dictionary of Greek

  • βαρύστονος — βαρύστονος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος 2. εκείνος που αντηχεί βαριά 3. ο εγγαστρίμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”